παρακάθι

παρακάθι
το
η από κοινού απασχόληση γυναικών κατά τις απογευματινές και βραδινές ώρες για το ράψιμο ενδυμάτων, το πλέξιμο κ.ά. εργασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακαθίζω υποχωρητ. (πρβλ. κατακαθίζω > κατακάθι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρακαθίδρυται — παρακαθί̱δρῡται , παρακαθιδρύομαι perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαθίετο — παρακαθίημι let down beside imperf ind mp 3rd sg παρακαθί̱ετο , παρακαθίημι let down beside imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”